- φιστικάς
- οπληθ. -άδες, ο ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές, ο έμπορος φιστικιών, ο πωλητής φιστικιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιστικάς — ο, Ν 1. ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές 2. έμπορος ή πωλητής φιστικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, κασταν άς)] … Dictionary of Greek
φιστικοπώλης — ο, Ν πωλητής φιστικιών, φιστικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + πώλης*] … Dictionary of Greek